- σκιατροφία
- σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφίαfem nom/voc/acc dualσκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)σκιατροφίᾱ , σκιατροφίαςmasc nom/voc/acc dualσκιατροφίαςmasc voc sgσκιατροφίᾱ , σκιατροφίαςmasc voc sg (attic)σκιατροφίᾱ , σκιατροφίαςmasc gen sg (doric aeolic)σκιατροφίαςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.